- στεγαστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη στέγαση: Η τράπεζα χορηγεί στεγαστικά δάνεια στους εργαζόμενους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στεγαστικός σχιστόλιθος — Αργιλικό σκούρο στο χρώμα, εξαιτίας της παρουσίας σ’ αυτό κυρίως άνθρακα. Το πέτρωμα αυτό διαχωρίζεται εύκολα σε πλάκες πάχους λίγων εκατοστών και χρησιμοποιείται στη δοκιμή για εξωτερικές επενδύσεις σε σκάλες ή και σε στέγες. Στην τελευταία… … Dictionary of Greek